- ζαφαράνα, άγρια
- Φυτό της οικογένειας των συνθέτων. Η επιστημονική ονομασία του είναι κάρθαμος ο βαφικός (carthamus tinctorius). Φύεται στην Ασία και κυρίως στην Αραβία, όπου καλλιεργείται για την κόκκινη χρωστική ουσία των ανθών του, την καρθαμίνη ή καρθαμικό οξύ, που χρησιμοποιείτο στη βαφική. Σήμερα καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση στην Ινδία και σε άλλες περιοχές της Ασίας για τους ελαιούχους καρπούς του, η ψίχα των οποίων περιέχει 50-54% βιομηχανικό έλαιο, κατάλληλο για τη χρωματουργία και για φωτισμό. Είναι μονοετής πόα, με βλαστό ύψους 0,30-1,20 μ., λείο, κούφιο, διακλαδισμένο με ρίζα πασσαλώδη. Φέρει φύλλα ωοειδή, οδοντωτά και αγκαθωτά. Ο καρπός του είναι αχαίνιο, άσπρος και γυαλιστερός. Φύεται και στην Ελλάδα, ίσως υπόλειμμα ευρύτερης, παλαιότερα, καλλιέργειάς του.
Dictionary of Greek. 2013.